αναξιόπιστος • (anaxiópistos) m (feminine αναξιόπιστη, neuter αναξιόπιστο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αναξιόπιστος (anaxiópistos) | αναξιόπιστη (anaxiópisti) | αναξιόπιστο (anaxiópisto) | αναξιόπιστοι (anaxiópistoi) | αναξιόπιστες (anaxiópistes) | αναξιόπιστα (anaxiópista) | |
genitive | αναξιόπιστου (anaxiópistou) | αναξιόπιστης (anaxiópistis) | αναξιόπιστου (anaxiópistou) | αναξιόπιστων (anaxiópiston) | αναξιόπιστων (anaxiópiston) | αναξιόπιστων (anaxiópiston) | |
accusative | αναξιόπιστο (anaxiópisto) | αναξιόπιστη (anaxiópisti) | αναξιόπιστο (anaxiópisto) | αναξιόπιστους (anaxiópistous) | αναξιόπιστες (anaxiópistes) | αναξιόπιστα (anaxiópista) | |
vocative | αναξιόπιστε (anaxiópiste) | αναξιόπιστη (anaxiópisti) | αναξιόπιστο (anaxiópisto) | αναξιόπιστοι (anaxiópistoi) | αναξιόπιστες (anaxiópistes) | αναξιόπιστα (anaxiópista) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αναξιόπιστος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αναξιόπιστος, etc.)