Inherited from Byzantine Greek ἀνυπόμονος (anupómonos). By surface analysis, αν- (an-, from α- privative) + υπομον(ή) (ypomon(í), “patience”) + -ος (-os).[1][2]
ανυπόμονος • (anypómonos) m (feminine ανυπόμονη, neuter ανυπόμονο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανυπόμονος (anypómonos) | ανυπόμονη (anypómoni) | ανυπόμονο (anypómono) | ανυπόμονοι (anypómonoi) | ανυπόμονες (anypómones) | ανυπόμονα (anypómona) | |
genitive | ανυπόμονου (anypómonou) | ανυπόμονης (anypómonis) | ανυπόμονου (anypómonou) | ανυπόμονων (anypómonon) | ανυπόμονων (anypómonon) | ανυπόμονων (anypómonon) | |
accusative | ανυπόμονο (anypómono) | ανυπόμονη (anypómoni) | ανυπόμονο (anypómono) | ανυπόμονους (anypómonous) | ανυπόμονες (anypómones) | ανυπόμονα (anypómona) | |
vocative | ανυπόμονε (anypómone) | ανυπόμονη (anypómoni) | ανυπόμονο (anypómono) | ανυπόμονοι (anypómonoi) | ανυπόμονες (anypómones) | ανυπόμονα (anypómona) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανυπόμονος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανυπόμονος, etc.)