απάνθρωπος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word απάνθρωπος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word απάνθρωπος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say απάνθρωπος in singular and plural. Everything you need to know about the word απάνθρωπος you have here. The definition of the word απάνθρωπος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαπάνθρωπος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

απάνθρωπος (apánthroposm (feminine απάνθρωπη, neuter απάνθρωπο)

  1. inhuman, inhumane
    Antonym: ανθρώπινος (anthrópinos)

Declension

Declension of απάνθρωπος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απάνθρωπος (apánthropos) απάνθρωπη (apánthropi) απάνθρωπο (apánthropo) απάνθρωποι (apánthropoi) απάνθρωπες (apánthropes) απάνθρωπα (apánthropa)
genitive απάνθρωπου (apánthropou) απάνθρωπης (apánthropis) απάνθρωπου (apánthropou) απάνθρωπων (apánthropon) απάνθρωπων (apánthropon) απάνθρωπων (apánthropon)
accusative απάνθρωπο (apánthropo) απάνθρωπη (apánthropi) απάνθρωπο (apánthropo) απάνθρωπους (apánthropous) απάνθρωπες (apánthropes) απάνθρωπα (apánthropa)
vocative απάνθρωπε (apánthrope) απάνθρωπη (apánthropi) απάνθρωπο (apánthropo) απάνθρωποι (apánthropoi) απάνθρωπες (apánthropes) απάνθρωπα (apánthropa)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απάνθρωπος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απάνθρωπος, etc.)

Noun

απάνθρωπος (apánthroposm (plural απάνθρωποι)

  1. cruel or inhuman person
  2. alien, non-human

Declension

Declension of απάνθρωπος
singular plural
nominative απάνθρωπος (apánthropos) απάνθρωποι (apánthropoi)
genitive απανθρώπου (apanthrópou) απανθρώπων (apanthrópon)
accusative απάνθρωπο (apánthropo) απανθρώπους (apanthrópous)
vocative απάνθρωπε (apánthrope) απάνθρωποι (apánthropoi)