αστείος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αστείος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αστείος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αστείος in singular and plural. Everything you need to know about the word αστείος you have here. The definition of the word αστείος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαστείος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

Inherited from Ancient Greek ἀστεῖος (asteîos).

Adjective

αστείος (asteíosm (feminine αστεία, neuter αστείο)

  1. funny, amusing, comical, comic
  2. trivial
  3. laughable

Declension

Declension of αστείος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αστείος (asteíos) αστεία (asteía) αστείο (asteío) αστείοι (asteíoi) αστείες (asteíes) αστεία (asteía)
genitive αστείου (asteíou) αστείας (asteías) αστείου (asteíou) αστείων (asteíon) αστείων (asteíon) αστείων (asteíon)
accusative αστείο (asteío) αστεία (asteía) αστείο (asteío) αστείους (asteíous) αστείες (asteíes) αστεία (asteía)
vocative αστείε (asteíe) αστεία (asteía) αστείο (asteío) αστείοι (asteíoi) αστείες (asteíes) αστεία (asteía)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αστείος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αστείος, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αστειότερος (asteióteros) αστειότερη (asteióteri) αστειότερο (asteiótero) αστειότεροι (asteióteroi) αστειότερες (asteióteres) αστειότερα (asteiótera)
genitive αστειότερου (asteióterou) αστειότερης (asteióteris) αστειότερου (asteióterou) αστειότερων (asteióteron) αστειότερων (asteióteron) αστειότερων (asteióteron)
accusative αστειότερο (asteiótero) αστειότερη (asteióteri) αστειότερο (asteiótero) αστειότερους (asteióterous) αστειότερες (asteióteres) αστειότερα (asteiótera)
vocative αστειότερε (asteiótere) αστειότερη (asteióteri) αστειότερο (asteiótero) αστειότεροι (asteióteroi) αστειότερες (asteióteres) αστειότερα (asteiótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αστειότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αστειότατος (asteiótatos) αστειότατη (asteiótati) αστειότατο (asteiótato) αστειότατοι (asteiótatoi) αστειότατες (asteiótates) αστειότατα (asteiótata)
genitive αστειότατου (asteiótatou) αστειότατης (asteiótatis) αστειότατου (asteiótatou) αστειότατων (asteiótaton) αστειότατων (asteiótaton) αστειότατων (asteiótaton)
accusative αστειότατο (asteiótato) αστειότατη (asteiótati) αστειότατο (asteiótato) αστειότατους (asteiótatous) αστειότατες (asteiótates) αστειότατα (asteiótata)
vocative αστειότατε (asteiótate) αστειότατη (asteiótati) αστειότατο (asteiótato) αστειότατοι (asteiótatoi) αστειότατες (asteiótates) αστειότατα (asteiótata)

Synonyms