βιομηχανικός • (viomichanikós) m (feminine βιομηχανική, neuter βιομηχανικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | βιομηχανικός (viomichanikós) | βιομηχανική (viomichanikí) | βιομηχανικό (viomichanikó) | βιομηχανικοί (viomichanikoí) | βιομηχανικές (viomichanikés) | βιομηχανικά (viomichaniká) | |
genitive | βιομηχανικού (viomichanikoú) | βιομηχανικής (viomichanikís) | βιομηχανικού (viomichanikoú) | βιομηχανικών (viomichanikón) | βιομηχανικών (viomichanikón) | βιομηχανικών (viomichanikón) | |
accusative | βιομηχανικό (viomichanikó) | βιομηχανική (viomichanikí) | βιομηχανικό (viomichanikó) | βιομηχανικούς (viomichanikoús) | βιομηχανικές (viomichanikés) | βιομηχανικά (viomichaniká) | |
vocative | βιομηχανικέ (viomichaniké) | βιομηχανική (viomichanikí) | βιομηχανικό (viomichanikó) | βιομηχανικοί (viomichanikoí) | βιομηχανικές (viomichanikés) | βιομηχανικά (viomichaniká) |