βιομηχανικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word βιομηχανικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word βιομηχανικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say βιομηχανικός in singular and plural. Everything you need to know about the word βιομηχανικός you have here. The definition of the word βιομηχανικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofβιομηχανικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

βιομηχανικός (viomichanikósm (feminine βιομηχανική, neuter βιομηχανικό)

  1. industrial, industrialised, mass-produced.

Declension

Declension of βιομηχανικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βιομηχανικός (viomichanikós) βιομηχανική (viomichanikí) βιομηχανικό (viomichanikó) βιομηχανικοί (viomichanikoí) βιομηχανικές (viomichanikés) βιομηχανικά (viomichaniká)
genitive βιομηχανικού (viomichanikoú) βιομηχανικής (viomichanikís) βιομηχανικού (viomichanikoú) βιομηχανικών (viomichanikón) βιομηχανικών (viomichanikón) βιομηχανικών (viomichanikón)
accusative βιομηχανικό (viomichanikó) βιομηχανική (viomichanikí) βιομηχανικό (viomichanikó) βιομηχανικούς (viomichanikoús) βιομηχανικές (viomichanikés) βιομηχανικά (viomichaniká)
vocative βιομηχανικέ (viomichaniké) βιομηχανική (viomichanikí) βιομηχανικό (viomichanikó) βιομηχανικοί (viomichanikoí) βιομηχανικές (viomichanikés) βιομηχανικά (viomichaniká)

Derived terms