βουλευτικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word βουλευτικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word βουλευτικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say βουλευτικός in singular and plural. Everything you need to know about the word βουλευτικός you have here. The definition of the word βουλευτικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofβουλευτικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

βουλευτικός (vouleftikósm (feminine βουλευτική, neuter βουλευτικό)

  1. parliamentary
    Synonym: κοινοβουλευτικός (koinovouleftikós)
    Antonym: αντικοινοβουλευτικός (antikoinovouleftikós)

Declension

Declension of βουλευτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βουλευτικός (vouleftikós) βουλευτική (vouleftikí) βουλευτικό (vouleftikó) βουλευτικοί (vouleftikoí) βουλευτικές (vouleftikés) βουλευτικά (vouleftiká)
genitive βουλευτικού (vouleftikoú) βουλευτικής (vouleftikís) βουλευτικού (vouleftikoú) βουλευτικών (vouleftikón) βουλευτικών (vouleftikón) βουλευτικών (vouleftikón)
accusative βουλευτικό (vouleftikó) βουλευτική (vouleftikí) βουλευτικό (vouleftikó) βουλευτικούς (vouleftikoús) βουλευτικές (vouleftikés) βουλευτικά (vouleftiká)
vocative βουλευτικέ (vouleftiké) βουλευτική (vouleftikí) βουλευτικό (vouleftikó) βουλευτικοί (vouleftikoí) βουλευτικές (vouleftikés) βουλευτικά (vouleftiká)