Perfect participle of γεννιέμαι (genniémai), passive voice of γεννάω/γεννώ (“I give birth”).
γεννημένος • (genniménos) m (feminine γεννημένη, neuter γεννημένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κολλημένος • | κολλημένη • | κολλημένο • | κολλημένοι • | κολλημένες • | κολλημένα • |
genitive | κολλημένου • | κολλημένης • | κολλημένου • | κολλημένων • | κολλημένων • | κολλημένων • |
accusative | κολλημένο • | κολλημένη • | κολλημένο • | κολλημένους • | κολλημένες • | κολλημένα • |
vocative | κολλημένε • | κολλημένη • | κολλημένο • | κολλημένοι • | κολλημένες • | κολλημένα • |