From δι- (di-) + ἔτος (étos) + -ής (-ḗs).
διετής • (dietḗs)
Learned borrowing from Ancient Greek διετής (dietḗs). By surface analysis, δι- from δις ("twice") (di- from dis ("twice")) + -ετής (-etís) from έτ(ος) n (ét(os), “year”) + -ής (-ís, suffix for adjectives).
διετής • (dietís) m (feminine διετής, neuter διετές)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | συνεχής • | συνεχής • | συνεχές • | συνεχείς • | συνεχείς • | συνεχή • |
genitive | συνεχούς • / συνεχή • | συνεχούς • | συνεχούς • | συνεχών • | συνεχών • | συνεχών • |
accusative | συνεχή • | συνεχή • | συνεχές • | συνεχείς • | συνεχείς • | συνεχή • |
vocative | συνεχή • / συνεχής • | συνεχής • | συνεχές • | συνεχείς • | συνεχείς • | συνεχή • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διετής, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διετής, etc.) |