δικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word δικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word δικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say δικός in singular and plural. Everything you need to know about the word δικός you have here. The definition of the word δικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofδικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

From Byzantine Greek δικός (dikós), from Ancient Greek ἰδικός (idikós), from Ancient Greek ἴδιος (ídios).

Pronunciation

  • IPA(key): /ðiˈkos/
  • Hyphenation: δι‧κός

Pronoun

δικός (dikósm (feminine δική or δικιά, neuter δικό)  a possessive adjective

  1. (followed by possessive pronoun) mine, yours, his, hers, its, ours, theirs
    Αυτός είναι δικός μου.Aftós eínai dikós mou.That's mine.
    Ποια φούστα είναι δικιά σου;Poia foústa eínai dikiá sou?Which skirt is yours?
    Να η δικιά μου!Na i dikiá mou!There's mine!
    Αυτές είναι οι δικές μου καραμέλες. Εσύ έφαγες όλες τις δικές σου.Aftés eínai oi dikés mou karaméles. Esý éfages óles tis dikés sou.Those are my own sweets. You ate all of yours.
  2. (usually preceded by the article and followed by possessive pronoun) my, your, his, her, its, our, their (emphatic form)
    Ο δικός μου σκύλοςO dikós mou skýlosMy (own) dog.
    Ποιο είναι καλύτερο, το δικό σου ή το δικό μου σπίτι;Poio eínai kalýtero, to dikó sou í to dikó mou spíti?Which is better, my house or yours?
    Οι δικοί μου άνθρωποι δεν συμπεριφέρονται έτσι.Oi dikoí mou ánthropoi den symperiférontai étsi.My people don't behave like that.

Declension

Declension of δικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative δικός (dikós) δική (dikí)
δικιά (dikiá)
δικό (dikó) δικοί (dikoí) δικές (dikés) δικά (diká)
genitive δικού (dikoú) δικής (dikís)
δικιάς (dikiás)
δικού (dikoú) δικών (dikón) δικών (dikón) δικών (dikón)
accusative δικό (dikó) δική (dikí)
δικιά (dikiá)
δικό (dikó) δικούς (dikoús) δικές (dikés) δικά (diká)
vocative δικέ (diké) δική (dikí)
δικιά (dikiá)
δικό (dikó) δικοί (dikoí) δικές (dikés) δικά (diká)