From Ancient Greek ἐμφανίζω (emphanízō), from ἐμφανής (emphanḗs) + -ίζω (-ízō), the former component from ἐμφαίνω (emphaínō).
εμφανίζω • (emfanízo) (past εμφάνισα, passive εμφανίζομαι, p‑past εμφανίστηκα, ppp εμφανισμένος)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | εμφανίζω | εμφανίσω | εμφανίζομαι | εμφανιστώ |
2 sg | εμφανίζεις | εμφανίσεις | εμφανίζεσαι | εμφανιστείς |
3 sg | εμφανίζει | εμφανίσει | εμφανίζεται | εμφανιστεί |
1 pl | εμφανίζουμε, [‑ομε] | εμφανίσουμε, [‑ομε] | εμφανιζόμαστε | εμφανιστούμε |
2 pl | εμφανίζετε | εμφανίσετε | εμφανίζεστε, εμφανιζόσαστε | εμφανιστείτε |
3 pl | εμφανίζουν(ε) | εμφανίσουν(ε) | εμφανίζονται | εμφανιστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | εμφάνιζα | εμφάνισα | εμφανιζόμουν(α) | εμφανίστηκα |
2 sg | εμφάνιζες | εμφάνισες | εμφανιζόσουν(α) | εμφανίστηκες |
3 sg | εμφάνιζε | εμφάνισε | εμφανιζόταν(ε) | εμφανίστηκε, {ενεφανίσθη} |
1 pl | εμφανίζαμε | εμφανίσαμε | εμφανιζόμασταν, (‑όμαστε) | εμφανιστήκαμε |
2 pl | εμφανίζατε | εμφανίσατε | εμφανιζόσασταν, (‑όσαστε) | εμφανιστήκατε |
3 pl | εμφάνιζαν, εμφανίζαν(ε) | εμφάνισαν, εμφανίσαν(ε) | εμφανίζονταν, (εμφανιζόντουσαν) | εμφανίστηκαν, εμφανστήκαν(ε), {ενεφανίσθησαν} |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα εμφανίζω ➤ | θα εμφανίσω ➤ | θα εμφανίζομαι ➤ | θα εμφανιστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα εμφανίζεις, … | θα εμφανίσεις, … | θα εμφανίζεσαι, … | θα εμφανιστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … εμφανίσει έχω, έχεις, … εμφανισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … εμφανιστεί είμαι, είσαι, … εμφανισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … εμφανίσει είχα, είχες, … εμφανισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … εμφανιστεί ήμουν, ήσουν, … εμφανισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … εμφανίσει θα έχω, θα έχεις, … εμφανισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … εμφανιστεί θα είμαι, θα είσαι, … εμφανισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | εμφάνιζε | εμφάνισε | — | εμφανίσου |
2 pl | εμφανίζετε | εμφανίστε | εμφανίζεστε | εμφανιστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | εμφανίζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας εμφανίσει ➤ | εμφανισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | εμφανίσει | εμφανιστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• Passive forms with -στ- may be seen with older ‑σθ- like εμφανίσθηκα • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||