εντατικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word εντατικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word εντατικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say εντατικός in singular and plural. Everything you need to know about the word εντατικός you have here. The definition of the word εντατικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofεντατικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

εντατικός (entatikósm (feminine εντατική, neuter εντατικό)

  1. intensive
  2. strenuous

Declension

Declension of εντατικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εντατικός (entatikós) εντατική (entatikí) εντατικό (entatikó) εντατικοί (entatikoí) εντατικές (entatikés) εντατικά (entatiká)
genitive εντατικού (entatikoú) εντατικής (entatikís) εντατικού (entatikoú) εντατικών (entatikón) εντατικών (entatikón) εντατικών (entatikón)
accusative εντατικό (entatikó) εντατική (entatikí) εντατικό (entatikó) εντατικούς (entatikoús) εντατικές (entatikés) εντατικά (entatiká)
vocative εντατικέ (entatiké) εντατική (entatikí) εντατικό (entatikó) εντατικοί (entatikoí) εντατικές (entatikés) εντατικά (entatiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εντατικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εντατικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εντατικότερος (entatikóteros) εντατικότερη (entatikóteri) εντατικότερο (entatikótero) εντατικότεροι (entatikóteroi) εντατικότερες (entatikóteres) εντατικότερα (entatikótera)
genitive εντατικότερου (entatikóterou) εντατικότερης (entatikóteris) εντατικότερου (entatikóterou) εντατικότερων (entatikóteron) εντατικότερων (entatikóteron) εντατικότερων (entatikóteron)
accusative εντατικότερο (entatikótero) εντατικότερη (entatikóteri) εντατικότερο (entatikótero) εντατικότερους (entatikóterous) εντατικότερες (entatikóteres) εντατικότερα (entatikótera)
vocative εντατικότερε (entatikótere) εντατικότερη (entatikóteri) εντατικότερο (entatikótero) εντατικότεροι (entatikóteroi) εντατικότερες (entatikóteres) εντατικότερα (entatikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο εντατικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εντατικότατος (entatikótatos) εντατικότατη (entatikótati) εντατικότατο (entatikótato) εντατικότατοι (entatikótatoi) εντατικότατες (entatikótates) εντατικότατα (entatikótata)
genitive εντατικότατου (entatikótatou) εντατικότατης (entatikótatis) εντατικότατου (entatikótatou) εντατικότατων (entatikótaton) εντατικότατων (entatikótaton) εντατικότατων (entatikótaton)
accusative εντατικότατο (entatikótato) εντατικότατη (entatikótati) εντατικότατο (entatikótato) εντατικότατους (entatikótatous) εντατικότατες (entatikótates) εντατικότατα (entatikótata)
vocative εντατικότατε (entatikótate) εντατικότατη (entatikótati) εντατικότατο (entatikótato) εντατικότατοι (entatikótatoi) εντατικότατες (entatikótates) εντατικότατα (entatikótata)

Derived terms