επίσημος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word επίσημος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word επίσημος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say επίσημος in singular and plural. Everything you need to know about the word επίσημος you have here. The definition of the word επίσημος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofεπίσημος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

From Ancient Greek ἐπίσημος (epísēmos).

Adjective

επίσημος (epísimosm (feminine επίσημη, neuter επίσημο)

  1. formal, official, authoritative, relating to office or position

Declension

Declension of επίσημος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative επίσημος (epísimos) επίσημη (epísimi) επίσημο (epísimo) επίσημοι (epísimoi) επίσημες (epísimes) επίσημα (epísima)
genitive επίσημου (epísimou) επίσημης (epísimis) επίσημου (epísimou) επίσημων (epísimon) επίσημων (epísimon) επίσημων (epísimon)
accusative επίσημο (epísimo) επίσημη (epísimi) επίσημο (epísimo) επίσημους (epísimous) επίσημες (epísimes) επίσημα (epísima)
vocative επίσημε (epísime) επίσημη (epísimi) επίσημο (epísimo) επίσημοι (epísimoi) επίσημες (epísimes) επίσημα (epísima)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επίσημος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επίσημος, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative επισημότερος (episimóteros) επισημότερη (episimóteri) επισημότερο (episimótero) επισημότεροι (episimóteroi) επισημότερες (episimóteres) επισημότερα (episimótera)
genitive επισημότερου (episimóterou) επισημότερης (episimóteris) επισημότερου (episimóterou) επισημότερων (episimóteron) επισημότερων (episimóteron) επισημότερων (episimóteron)
accusative επισημότερο (episimótero) επισημότερη (episimóteri) επισημότερο (episimótero) επισημότερους (episimóterous) επισημότερες (episimóteres) επισημότερα (episimótera)
vocative επισημότερε (episimótere) επισημότερη (episimóteri) επισημότερο (episimótero) επισημότεροι (episimóteroi) επισημότερες (episimóteres) επισημότερα (episimótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο επισημότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative επισημότατος (episimótatos) επισημότατη (episimótati) επισημότατο (episimótato) επισημότατοι (episimótatoi) επισημότατες (episimótates) επισημότατα (episimótata)
genitive επισημότατου (episimótatou) επισημότατης (episimótatis) επισημότατου (episimótatou) επισημότατων (episimótaton) επισημότατων (episimótaton) επισημότατων (episimótaton)
accusative επισημότατο (episimótato) επισημότατη (episimótati) επισημότατο (episimótato) επισημότατους (episimótatous) επισημότατες (episimótates) επισημότατα (episimótata)
vocative επισημότατε (episimótate) επισημότατη (episimótati) επισημότατο (episimótato) επισημότατοι (episimótatoi) επισημότατες (episimótates) επισημότατα (episimótata)

See also