Hello, you have come here looking for the meaning of the word
επιβεβαιώνω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
επιβεβαιώνω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
επιβεβαιώνω in singular and plural. Everything you need to know about the word
επιβεβαιώνω you have here. The definition of the word
επιβεβαιώνω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
επιβεβαιώνω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
Learned borrowing from Ancient Greek ἐπιβεβαιῶ (epibebaiô) with -ώνω (-óno) suffix.[1] By surface analysis, επι- (epi-) + βεβαιώνω (vevaióno).
Pronunciation
- IPA(key): /e.pi.ve.veˈo.no/
- Hyphenation: ε‧πι‧βε‧βαι‧ώ‧νω
Verb
επιβεβαιώνω • (epivevaióno) (past επιβεβαίωσα, passive επιβεβαιώνομαι, p‑past επιβεβαιώθηκα, ppp επιβεβαιωμένος)
- (transitive) to confirm
Conjugation
επιβεβαιώνω επιβεβαιώνομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
επιβεβαιώνω
|
επιβεβαιώσω
|
επιβεβαιώνομαι
|
επιβεβαιωθώ
|
2 sg
|
επιβεβαιώνεις
|
επιβεβαιώσεις
|
επιβεβαιώνεσαι
|
επιβεβαιωθείς
|
3 sg
|
επιβεβαιώνει
|
επιβεβαιώσει
|
επιβεβαιώνεται
|
επιβεβαιωθεί
|
|
1 pl
|
επιβεβαιώνουμε, [‑ομε]
|
επιβεβαιώσουμε, [‑ομε]
|
επιβεβαιωνόμαστε
|
επιβεβαιωθούμε
|
2 pl
|
επιβεβαιώνετε
|
επιβεβαιώσετε
|
επιβεβαιώνεστε, επιβεβαιωνόσαστε
|
επιβεβαιωθείτε
|
3 pl
|
επιβεβαιώνουν(ε)
|
επιβεβαιώσουν(ε)
|
επιβεβαιώνονται
|
επιβεβαιωθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
επιβεβαίωνα
|
επιβεβαίωσα
|
επιβεβαιωνόμουν(α)
|
επιβεβαιώθηκα
|
2 sg
|
επιβεβαίωνες
|
επιβεβαίωσες
|
επιβεβαιωνόσουν(α)
|
επιβεβαιώθηκες
|
3 sg
|
επιβεβαίωνε
|
επιβεβαίωσε
|
επιβεβαιωνόταν(ε)
|
επιβεβαιώθηκε
|
|
1 pl
|
επιβεβαιώναμε
|
επιβεβαιώσαμε
|
επιβεβαιωνόμασταν, (‑όμαστε)
|
επιβεβαιωθήκαμε
|
2 pl
|
επιβεβαιώνατε
|
επιβεβαιώσατε
|
επιβεβαιωνόσασταν, (‑όσαστε)
|
επιβεβαιωθήκατε
|
3 pl
|
επιβεβαίωναν, επιβεβαιώναν(ε)
|
επιβεβαίωσαν, επιβεβαιώσαν(ε)
|
επιβεβαιώνονταν, (επιβεβαιωνόντουσαν)
|
επιβεβαιώθηκαν, επιβεβαιωθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα επιβεβαιώνω ➤
|
θα επιβεβαιώσω ➤
|
θα επιβεβαιώνομαι ➤
|
θα επιβεβαιωθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα επιβεβαιώνεις, …
|
θα επιβεβαιώσεις, …
|
θα επιβεβαιώνεσαι, …
|
θα επιβεβαιωθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … επιβεβαιώσει έχω, έχεις, … επιβεβαιωμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … επιβεβαιωθεί είμαι, είσαι, … επιβεβαιωμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … επιβεβαιώσει είχα, είχες, … επιβεβαιωμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … επιβεβαιωθεί ήμουν, ήσουν, … επιβεβαιωμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … επιβεβαιώσει θα έχω, θα έχεις, … επιβεβαιωμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … επιβεβαιωθεί θα είμαι, θα είσαι, … επιβεβαιωμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
επιβεβαίωνε
|
επιβεβαίωσε
|
—
|
επιβεβαιώσου
|
2 pl
|
επιβεβαιώνετε
|
επιβεβαιώστε
|
επιβεβαιώνεστε
|
επιβεβαιωθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
επιβεβαιώνοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας επιβεβαιώσει ➤
|
επιβεβαιωμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
επιβεβαιώσει
|
επιβεβαιωθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
References