Borrowed from Ancient Greek ἐπικίνδυνος (epikíndunos). By surface analysis, επι- (epi-) + κίνδυνος (kíndynos).
επικίνδυνος • (epikíndynos) m (feminine επικίνδυνη, neuter επικίνδυνο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | επικίνδυνος • | επικίνδυνη • | επικίνδυνο • | επικίνδυνοι • | επικίνδυνες • | επικίνδυνα • |
genitive | επικίνδυνου • | επικίνδυνης • | επικίνδυνου • | επικίνδυνων • | επικίνδυνων • | επικίνδυνων • |
accusative | επικίνδυνο • | επικίνδυνη • | επικίνδυνο • | επικίνδυνους • | επικίνδυνες • | επικίνδυνα • |
vocative | επικίνδυνε • | επικίνδυνη • | επικίνδυνο • | επικίνδυνοι • | επικίνδυνες • | επικίνδυνα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επικίνδυνος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επικίνδυνος, etc.) |