ευτυχισμένος • (eftychisménos) m (feminine ευτυχισμένη, neuter ευτυχισμένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ευτυχισμένος • | ευτυχισμένη • | ευτυχισμένο • | ευτυχισμένοι • | ευτυχισμένες • | ευτυχισμένα • |
genitive | ευτυχισμένου • | ευτυχισμένης • | ευτυχισμένου • | ευτυχισμένων • | ευτυχισμένων • | ευτυχισμένων • |
accusative | ευτυχισμένο • | ευτυχισμένη • | ευτυχισμένο • | ευτυχισμένους • | ευτυχισμένες • | ευτυχισμένα • |
vocative | ευτυχισμένε • | ευτυχισμένη • | ευτυχισμένο • | ευτυχισμένοι • | ευτυχισμένες • | ευτυχισμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ευτυχισμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ευτυχισμένος, etc.) |