From θρησκεύω (thriskévo) + -τικός (-tikós).
θρησκευτικός • (thriskeftikós) m (feminine θρησκευτική, neuter θρησκευτικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | θρησκευτικός • | θρησκευτική • | θρησκευτικό • | θρησκευτικοί • | θρησκευτικές • | θρησκευτικά • |
genitive | θρησκευτικού • | θρησκευτικής • | θρησκευτικού • | θρησκευτικών • | θρησκευτικών • | θρησκευτικών • |
accusative | θρησκευτικό • | θρησκευτική • | θρησκευτικό • | θρησκευτικούς • | θρησκευτικές • | θρησκευτικά • |
vocative | θρησκευτικέ • | θρησκευτική • | θρησκευτικό • | θρησκευτικοί • | θρησκευτικές • | θρησκευτικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο θρησκευτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο θρησκευτικός, etc.) |