κτητικός • (ktitikós) m (feminine κτητική, neuter κτητικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | κτητικός (ktitikós) | κτητική (ktitikí) | κτητικό (ktitikó) | κτητικοί (ktitikoí) | κτητικές (ktitikés) | κτητικά (ktitiká) | |
genitive | κτητικού (ktitikoú) | κτητικής (ktitikís) | κτητικού (ktitikoú) | κτητικών (ktitikón) | κτητικών (ktitikón) | κτητικών (ktitikón) | |
accusative | κτητικό (ktitikó) | κτητική (ktitikí) | κτητικό (ktitikó) | κτητικούς (ktitikoús) | κτητικές (ktitikés) | κτητικά (ktitiká) | |
vocative | κτητικέ (ktitiké) | κτητική (ktitikí) | κτητικό (ktitikó) | κτητικοί (ktitikoí) | κτητικές (ktitikés) | κτητικά (ktitiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κτητικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κτητικός, etc.)