2 Results found for "κτητικών".

κτητικών

κτητικών • (ktitikón) genitive masculine plural of κτητικός (ktitikós) genitive feminine plural of κτητικός (ktitikós) genitive neuter plural of κτητικός...


κτητικός

(ktitikoú) κτητικής (ktitikís) κτητικού (ktitikoú) κτητικών (ktitikón) κτητικών (ktitikón) κτητικών (ktitikón) accusative κτητικό (ktitikó) κτητική (ktitikí)...