μεσημβρινός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word μεσημβρινός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word μεσημβρινός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say μεσημβρινός in singular and plural. Everything you need to know about the word μεσημβρινός you have here. The definition of the word μεσημβρινός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofμεσημβρινός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

From μεσημέρι (mesiméri, midday).

Adjective

μεσημβρινός (mesimvrinósm (feminine μεσημβρινή, neuter μεσημβρινό)

  1. midday, related to noon
  2. facing the south, southern
  3. meridian

Declension

Declension of μεσημβρινός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μεσημβρινός (mesimvrinós) μεσημβρινή (mesimvriní) μεσημβρινό (mesimvrinó) μεσημβρινοί (mesimvrinoí) μεσημβρινές (mesimvrinés) μεσημβρινά (mesimvriná)
genitive μεσημβρινού (mesimvrinoú) μεσημβρινής (mesimvrinís) μεσημβρινού (mesimvrinoú) μεσημβρινών (mesimvrinón) μεσημβρινών (mesimvrinón) μεσημβρινών (mesimvrinón)
accusative μεσημβρινό (mesimvrinó) μεσημβρινή (mesimvriní) μεσημβρινό (mesimvrinó) μεσημβρινούς (mesimvrinoús) μεσημβρινές (mesimvrinés) μεσημβρινά (mesimvriná)
vocative μεσημβρινέ (mesimvriné) μεσημβρινή (mesimvriní) μεσημβρινό (mesimvrinó) μεσημβρινοί (mesimvrinoí) μεσημβρινές (mesimvrinés) μεσημβρινά (mesimvriná)

Synonyms

Noun

μεσημβρινός (mesimvrinósm (plural μεσημβρινοί)

  1. meridian