μεταφραστικός • (metafrastikós) m (feminine μεταφραστική, neuter μεταφραστικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | μεταφραστικός (metafrastikós) | μεταφραστική (metafrastikí) | μεταφραστικό (metafrastikó) | μεταφραστικοί (metafrastikoí) | μεταφραστικές (metafrastikés) | μεταφραστικά (metafrastiká) | |
genitive | μεταφραστικού (metafrastikoú) | μεταφραστικής (metafrastikís) | μεταφραστικού (metafrastikoú) | μεταφραστικών (metafrastikón) | μεταφραστικών (metafrastikón) | μεταφραστικών (metafrastikón) | |
accusative | μεταφραστικό (metafrastikó) | μεταφραστική (metafrastikí) | μεταφραστικό (metafrastikó) | μεταφραστικούς (metafrastikoús) | μεταφραστικές (metafrastikés) | μεταφραστικά (metafrastiká) | |
vocative | μεταφραστικέ (metafrastiké) | μεταφραστική (metafrastikí) | μεταφραστικό (metafrastikó) | μεταφραστικοί (metafrastikoí) | μεταφραστικές (metafrastikés) | μεταφραστικά (metafrastiká) |