μοναχικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word μοναχικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word μοναχικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say μοναχικός in singular and plural. Everything you need to know about the word μοναχικός you have here. The definition of the word μοναχικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofμοναχικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

μοναχικός (monachikósm (feminine μοναχική, neuter μοναχικό)

  1. lonely
  2. isolated
  3. monastic

Declension

Declension of μοναχικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μοναχικός (monachikós) μοναχική (monachikí) μοναχικό (monachikó) μοναχικοί (monachikoí) μοναχικές (monachikés) μοναχικά (monachiká)
genitive μοναχικού (monachikoú) μοναχικής (monachikís) μοναχικού (monachikoú) μοναχικών (monachikón) μοναχικών (monachikón) μοναχικών (monachikón)
accusative μοναχικό (monachikó) μοναχική (monachikí) μοναχικό (monachikó) μοναχικούς (monachikoús) μοναχικές (monachikés) μοναχικά (monachiká)
vocative μοναχικέ (monachiké) μοναχική (monachikí) μοναχικό (monachikó) μοναχικοί (monachikoí) μοναχικές (monachikés) μοναχικά (monachiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μοναχικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μοναχικός, etc.)

Synonyms