Hello, you have come here looking for the meaning of the word
περιλαμβάνω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
περιλαμβάνω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
περιλαμβάνω in singular and plural. Everything you need to know about the word
περιλαμβάνω you have here. The definition of the word
περιλαμβάνω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
περιλαμβάνω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /pe.ɾi.laɱˈva.no/
- Hyphenation: πε‧ρι‧λαμ‧βά‧νω
Verb
περιλαμβάνω • (perilamváno) (past περιέλαβα, passive περιλαμβάνομαι, p‑past περιλήφθηκα)
- to contain, include
Conjugation
περιλαμβάνω περιλαμβάνομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
περιλαμβάνω
|
περιλάβω
|
περιλαμβάνομαι
|
περιληφθώ
|
2 sg
|
περιλαμβάνεις
|
περιλάβεις
|
περιλαμβάνεσαι
|
περιληφθείς
|
3 sg
|
περιλαμβάνει
|
περιλάβει
|
περιλαμβάνεται
|
περιληφθεί
|
|
1 pl
|
περιλαμβάνουμε, [‑ομε]
|
περιλάβουμε, [‑ομε]
|
περιλαμβανόμαστε
|
περιληφθούμε
|
2 pl
|
περιλαμβάνετε
|
περιλάβετε
|
περιλαμβάνεστε, περιλαμβάνεσθε, (περιλαμβανόσαστε)
|
περιληφθείτε
|
3 pl
|
περιλαμβάνουν(ε)
|
περιλάβουν(ε)
|
περιλαμβάνονται
|
περιληφθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
περιλάμβανα
|
περιέλαβα
|
περιλαμβανόμουν(α)
|
περιλήφθηκα1
|
2 sg
|
περιλάμβανες
|
περιέλαβες
|
περιλαμβανόσουν(α)
|
περιλήφθηκες
|
3 sg
|
περιλάμβανε
|
περιέλαβε
|
περιλαμβανόταν(ε)
|
περιλήφθηκε, {περιελήφθη}
|
|
1 pl
|
περιλαμβάναμε
|
περιλάβαμε
|
περιλαμβανόμασταν, (‑όμαστε)
|
περιληφθήκαμε
|
2 pl
|
περιλαμβάνατε
|
περιλάβατε
|
περιλαμβανόσασταν, (‑όσαστε)
|
περιληφθήκατε
|
3 pl
|
περιλάμβαναν, περιλαμβάναν(ε)
|
περιέλαβαν, περιλάβαν(ε)
|
περιλαμβάνονταν, (περιλαμβανόντουσαν)
|
περιλήφθηκαν, περιληφθήκανε, {περιελήφθησαν}
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα περιλαμβάνω ➤
|
θα περιλάβω ➤
|
θα περιλαμβάνομαι ➤
|
θα περιληφθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα περιλαμβάνεις, …
|
θα περιλάβεις, …
|
θα περιλαμβάνεσαι, …
|
θα περιληφθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … περιλάβει
|
έχω, έχεις, … περιληφθεί
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … περιλάβει
|
είχα, είχες, … περιληφθεί
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … περιλάβει
|
θα έχω, θα έχεις, … περιληφθεί
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
περιλάμβανε
|
περίλαβε
|
—
|
—
|
2 pl
|
περιλαμβάνετε
|
περιλάβετε
|
περιλαμβάνεστε, περιλαμβάνεσθε
|
περιληφθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
περιλαμβάνοντας ➤
|
περιλαμβανόμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας περιλάβει ➤
|
—
|
|
Nonfinite form➤
|
περιλάβει
|
περιληφθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
1. Also, rare more modern forms with -φτ- instead of -φθ-. • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
and see: περί (perí, “about, concerning”, preposition) & λαμβάνω (lamváno, “receive”)
See also
- The parallel demotic form περιλαβαίνω (perilavaíno) has a different meaning.