προσβλητικός • (prosvlitikós) m (feminine προσβλητική, neuter προσβλητικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | προσβλητικός (prosvlitikós) | προσβλητική (prosvlitikí) | προσβλητικό (prosvlitikó) | προσβλητικοί (prosvlitikoí) | προσβλητικές (prosvlitikés) | προσβλητικά (prosvlitiká) | |
genitive | προσβλητικού (prosvlitikoú) | προσβλητικής (prosvlitikís) | προσβλητικού (prosvlitikoú) | προσβλητικών (prosvlitikón) | προσβλητικών (prosvlitikón) | προσβλητικών (prosvlitikón) | |
accusative | προσβλητικό (prosvlitikó) | προσβλητική (prosvlitikí) | προσβλητικό (prosvlitikó) | προσβλητικούς (prosvlitikoús) | προσβλητικές (prosvlitikés) | προσβλητικά (prosvlitiká) | |
vocative | προσβλητικέ (prosvlitiké) | προσβλητική (prosvlitikí) | προσβλητικό (prosvlitikó) | προσβλητικοί (prosvlitikoí) | προσβλητικές (prosvlitikés) | προσβλητικά (prosvlitiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο προσβλητικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο προσβλητικός, etc.)