Inherited from Byzantine Greek σιδερένιος (siderénios). By surface analysis, σίδερ(ο) (síder(o)) + -ένιος (-énios).[1]
σιδερένιος • (siderénios) m (feminine σιδερένια, neuter σιδερένιο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σιδερένιος • | σιδερένια • | σιδερένιο • | σιδερένιοι • | σιδερένιες • | σιδερένια • |
genitive | σιδερένιου • | σιδερένιας • | σιδερένιου • | σιδερένιων • | σιδερένιων • | σιδερένιων • |
accusative | σιδερένιο • | σιδερένια • | σιδερένιο • | σιδερένιους • | σιδερένιες • | σιδερένια • |
vocative | σιδερένιε • | σιδερένια • | σιδερένιο • | σιδερένιοι • | σιδερένιες • | σιδερένια • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σιδερένιος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σιδερένιος, etc.) |
σιδερένιος • (siderénios)