Hello, you have come here looking for the meaning of the word
συγκεντρώνω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
συγκεντρώνω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
συγκεντρώνω in singular and plural. Everything you need to know about the word
συγκεντρώνω you have here. The definition of the word
συγκεντρώνω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
συγκεντρώνω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /siŋ.ɟenˈdɾo.no/
- Hyphenation: συγ‧κε‧ντρώ‧νω
Verb
συγκεντρώνω • (sygkentróno) (past συγκέντρωσα, passive συγκεντρώνομαι, p‑past συγκεντρώθηκα, ppp συγκεντρωμένος)
- to gather, collect, bring together
- to centralise (UK), centralize (US),
- Antonym: αποκεντρώνω (apokentróno)
- (passive) to concentrate, focus, gather one's attention or mental effort onto a particular object or activity
- Συγκεντρωνόμαστε στις μελέτες μας. ― Sygkentronómaste stis melétes mas. ― We concentrate on our studies.
Conjugation
συγκεντρώνω συγκεντρώνομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
συγκεντρώνω
|
συγκεντρώσω
|
συγκεντρώνομαι
|
συγκεντρωθώ
|
2 sg
|
συγκεντρώνεις
|
συγκεντρώσεις
|
συγκεντρώνεσαι
|
συγκεντρωθείς
|
3 sg
|
συγκεντρώνει
|
συγκεντρώσει
|
συγκεντρώνεται
|
συγκεντρωθεί
|
|
1 pl
|
συγκεντρώνουμε, [‑ομε]
|
συγκεντρώσουμε, [‑ομε]
|
συγκεντρωνόμαστε
|
συγκεντρωθούμε
|
2 pl
|
συγκεντρώνετε
|
συγκεντρώσετε
|
συγκεντρώνεστε, συγκεντρωνόσαστε
|
συγκεντρωθείτε
|
3 pl
|
συγκεντρώνουν(ε)
|
συγκεντρώσουν(ε)
|
συγκεντρώνονται
|
συγκεντρωθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
συγκέντρωνα
|
συγκέντρωσα
|
συγκεντρωνόμουν(α)
|
συγκεντρώθηκα
|
2 sg
|
συγκέντρωνες
|
συγκέντρωσες
|
συγκεντρωνόσουν(α)
|
συγκεντρώθηκες
|
3 sg
|
συγκέντρωνε
|
συγκέντρωσε
|
συγκεντρωνόταν(ε)
|
συγκεντρώθηκε
|
|
1 pl
|
συγκεντρώναμε
|
συγκεντρώσαμε
|
συγκεντρωνόμασταν, (‑όμαστε)
|
συγκεντρωθήκαμε
|
2 pl
|
συγκεντρώνατε
|
συγκεντρώσατε
|
συγκεντρωνόσασταν, (‑όσαστε)
|
συγκεντρωθήκατε
|
3 pl
|
συγκέντρωναν, συγκεντρώναν(ε)
|
συγκέντρωσαν, συγκεντρώσαν(ε)
|
συγκεντρώνονταν, (συγκεντρωνόντουσαν)
|
συγκεντρώθηκαν, συγκεντρωθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα συγκεντρώνω ➤
|
θα συγκεντρώσω ➤
|
θα συγκεντρώνομαι ➤
|
θα συγκεντρωθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα συγκεντρώνεις, …
|
θα συγκεντρώσεις, …
|
θα συγκεντρώνεσαι, …
|
θα συγκεντρωθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … συγκεντρώσει έχω, έχεις, … συγκεντρωμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … συγκεντρωθεί είμαι, είσαι, … συγκεντρωμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … συγκεντρώσει είχα, είχες, … συγκεντρωμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … συγκεντρωθεί ήμουν, ήσουν, … συγκεντρωμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … συγκεντρώσει θα έχω, θα έχεις, … συγκεντρωμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … συγκεντρωθεί θα είμαι, θα είσαι, … συγκεντρωμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
συγκέντρωνε
|
συγκέντρωσε
|
—
|
συγκεντρώσου
|
2 pl
|
συγκεντρώνετε
|
συγκεντρώστε
|
συγκεντρώνεστε
|
συγκεντρωθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
συγκεντρώνοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας συγκεντρώσει ➤
|
συγκεντρωμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
συγκεντρώσει
|
συγκεντρωθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|