Hello, you have come here looking for the meaning of the word
συμπεριλαμβάνω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
συμπεριλαμβάνω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
συμπεριλαμβάνω in singular and plural. Everything you need to know about the word
συμπεριλαμβάνω you have here. The definition of the word
συμπεριλαμβάνω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
συμπεριλαμβάνω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
Learned borrowing from Koine Greek συμπεριλαμβάνω (sumperilambánō). By surface analysis, συμ- (sym-) + περιλαμβάνω (perilamváno) < περι- (peri-) + λαμβάνω (lamváno).
Pronunciation
- IPA(key): /sim.be.ɾi.laɱˈva.no/
- Hyphenation: συ‧μπε‧ρι‧λαμ‧βά‧νω
Verb
συμπεριλαμβάνω • (symperilamváno) (past συμπεριέλαβα, passive συμπεριλαμβάνομαι, p‑past συμπεριλήφθηκα)
- include
Conjugation
συμπεριλαμβάνω συμπεριλαμβάνομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
συμπεριλαμβάνω
|
συμπεριλάβω
|
συμπεριλαμβάνομαι
|
συμπεριληφθώ
|
2 sg
|
συμπεριλαμβάνεις
|
συμπεριλάβεις
|
συμπεριλαμβάνεσαι
|
συμπεριληφθείς
|
3 sg
|
συμπεριλαμβάνει
|
συμπεριλάβει
|
συμπεριλαμβάνεται
|
συμπεριληφθεί
|
|
1 pl
|
συμπεριλαμβάνουμε, [‑ομε]
|
συμπεριλάβουμε, [‑ομε]
|
συμπεριλαμβανόμαστε
|
συμπεριληφθούμε
|
2 pl
|
συμπεριλαμβάνετε
|
συμπεριλάβετε
|
συμπεριλαμβάνεστε, συμπεριλαμβάνεσθε, (συμπεριλαμβανόσαστε)
|
συμπεριληφθείτε
|
3 pl
|
συμπεριλαμβάνουν(ε)
|
συμπεριλάβουν(ε)
|
συμπεριλαμβάνονται
|
συμπεριληφθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
συμπεριλάμβανα
|
συμπεριέλαβα
|
συμπεριλαμβανόμουν(α)
|
συμπεριλήφθηκα1
|
2 sg
|
συμπεριλάμβανες
|
συμπεριέλαβες
|
συμπεριλαμβανόσουν(α)
|
συμπεριλήφθηκες
|
3 sg
|
συμπεριλάμβανε
|
συμπεριέλαβε
|
συμπεριλαμβανόταν(ε)
|
συμπεριλήφθηκε, {συμπεριελήφθη}
|
|
1 pl
|
συμπεριλαμβάναμε
|
συμπεριλάβαμε
|
συμπεριλαμβανόμασταν, (‑όμαστε)
|
συμπεριληφθήκαμε
|
2 pl
|
συμπεριλαμβάνατε
|
συμπεριλάβατε
|
συμπεριλαμβανόσασταν, (‑όσαστε)
|
συμπεριληφθήκατε
|
3 pl
|
συμπεριλάμβαναν, συμπεριλαμβάναν(ε)
|
συμπεριέλαβαν, συμπεριλάβαν(ε)
|
συμπεριλαμβάνονταν, (συμπεριλαμβανόντουσαν)
|
συμπεριλήφθηκαν, συμπεριληφθήκανε, {συμπεριελήφθησαν}
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα συμπεριλαμβάνω ➤
|
θα συμπεριλάβω ➤
|
θα συμπεριλαμβάνομαι ➤
|
θα συμπεριληφθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα συμπεριλαμβάνεις, …
|
θα συμπεριλάβεις, …
|
θα συμπεριλαμβάνεσαι, …
|
θα συμπεριληφθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … συμπεριλάβει
|
έχω, έχεις, … συμπεριληφθεί
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … συμπεριλάβει
|
είχα, είχες, … συμπεριληφθεί
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … συμπεριλάβει
|
θα έχω, θα έχεις, … συμπεριληφθεί
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
συμπεριλάμβανε
|
συμπερίλαβε
|
—
|
—
|
2 pl
|
συμπεριλαμβάνετε
|
συμπεριλάβετε
|
συμπεριλαμβάνεστε, συμπεριλαμβάνεσθε
|
συμπεριληφθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
συμπεριλαμβάνοντας ➤
|
συμπεριλαμβανόμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας συμπεριλάβει ➤
|
—
|
|
Nonfinite form➤
|
συμπεριλάβει
|
συμπεριληφθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
Further reading