σφαιρικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word σφαιρικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word σφαιρικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say σφαιρικός in singular and plural. Everything you need to know about the word σφαιρικός you have here. The definition of the word σφαιρικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofσφαιρικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

σφαιρικός (sfairikósm (feminine σφαιρική, neuter σφαιρικό)

  1. spherical, global

Declension

Declension of σφαιρικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σφαιρικός (sfairikós) σφαιρική (sfairikí) σφαιρικό (sfairikó) σφαιρικοί (sfairikoí) σφαιρικές (sfairikés) σφαιρικά (sfairiká)
genitive σφαιρικού (sfairikoú) σφαιρικής (sfairikís) σφαιρικού (sfairikoú) σφαιρικών (sfairikón) σφαιρικών (sfairikón) σφαιρικών (sfairikón)
accusative σφαιρικό (sfairikó) σφαιρική (sfairikí) σφαιρικό (sfairikó) σφαιρικούς (sfairikoús) σφαιρικές (sfairikés) σφαιρικά (sfairiká)
vocative σφαιρικέ (sfairiké) σφαιρική (sfairikí) σφαιρικό (sfairikó) σφαιρικοί (sfairikoí) σφαιρικές (sfairikés) σφαιρικά (sfairiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σφαιρικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σφαιρικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σφαιρικότερος (sfairikóteros) σφαιρικότερη (sfairikóteri) σφαιρικότερο (sfairikótero) σφαιρικότεροι (sfairikóteroi) σφαιρικότερες (sfairikóteres) σφαιρικότερα (sfairikótera)
genitive σφαιρικότερου (sfairikóterou) σφαιρικότερης (sfairikóteris) σφαιρικότερου (sfairikóterou) σφαιρικότερων (sfairikóteron) σφαιρικότερων (sfairikóteron) σφαιρικότερων (sfairikóteron)
accusative σφαιρικότερο (sfairikótero) σφαιρικότερη (sfairikóteri) σφαιρικότερο (sfairikótero) σφαιρικότερους (sfairikóterous) σφαιρικότερες (sfairikóteres) σφαιρικότερα (sfairikótera)
vocative σφαιρικότερε (sfairikótere) σφαιρικότερη (sfairikóteri) σφαιρικότερο (sfairikótero) σφαιρικότεροι (sfairikóteroi) σφαιρικότερες (sfairikóteres) σφαιρικότερα (sfairikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο σφαιρικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σφαιρικότατος (sfairikótatos) σφαιρικότατη (sfairikótati) σφαιρικότατο (sfairikótato) σφαιρικότατοι (sfairikótatoi) σφαιρικότατες (sfairikótates) σφαιρικότατα (sfairikótata)
genitive σφαιρικότατου (sfairikótatou) σφαιρικότατης (sfairikótatis) σφαιρικότατου (sfairikótatou) σφαιρικότατων (sfairikótaton) σφαιρικότατων (sfairikótaton) σφαιρικότατων (sfairikótaton)
accusative σφαιρικότατο (sfairikótato) σφαιρικότατη (sfairikótati) σφαιρικότατο (sfairikótato) σφαιρικότατους (sfairikótatous) σφαιρικότατες (sfairikótates) σφαιρικότατα (sfairikótata)
vocative σφαιρικότατε (sfairikótate) σφαιρικότατη (sfairikótati) σφαιρικότατο (sfairikótato) σφαιρικότατοι (sfairikótatoi) σφαιρικότατες (sfairikótates) σφαιρικότατα (sfairikótata)