τίμιος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word τίμιος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word τίμιος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say τίμιος in singular and plural. Everything you need to know about the word τίμιος you have here. The definition of the word τίμιος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofτίμιος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

From Ancient Greek τίμιος (tímios), from τιμή (timḗ), τιμῶ (timô).

Pronunciation

Adjective

τίμιος (tímiosm (feminine τίμια, neuter τίμιο)

  1. honest, honourable, fair, decent
  2. holy

Declension

Declension of τίμιος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative τίμιος (tímios) τίμια (tímia) τίμιο (tímio) τίμιοι (tímioi) τίμιες (tímies) τίμια (tímia)
genitive τίμιου (tímiou) τίμιας (tímias) τίμιου (tímiou) τίμιων (tímion) τίμιων (tímion) τίμιων (tímion)
accusative τίμιο (tímio) τίμια (tímia) τίμιο (tímio) τίμιους (tímious) τίμιες (tímies) τίμια (tímia)
vocative τίμιε (tímie) τίμια (tímia) τίμιο (tímio) τίμιοι (tímioi) τίμιες (tímies) τίμια (tímia)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο τίμιος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο τίμιος, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative τιμιότερος (timióteros) τιμιότερη (timióteri) τιμιότερο (timiótero) τιμιότεροι (timióteroi) τιμιότερες (timióteres) τιμιότερα (timiótera)
genitive τιμιότερου (timióterou) τιμιότερης (timióteris) τιμιότερου (timióterou) τιμιότερων (timióteron) τιμιότερων (timióteron) τιμιότερων (timióteron)
accusative τιμιότερο (timiótero) τιμιότερη (timióteri) τιμιότερο (timiótero) τιμιότερους (timióterous) τιμιότερες (timióteres) τιμιότερα (timiótera)
vocative τιμιότερε (timiótere) τιμιότερη (timióteri) τιμιότερο (timiótero) τιμιότεροι (timióteroi) τιμιότερες (timióteres) τιμιότερα (timiótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο τιμιότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative τιμιότατος (timiótatos) τιμιότατη (timiótati) τιμιότατο (timiótato) τιμιότατοι (timiótatoi) τιμιότατες (timiótates) τιμιότατα (timiótata)
genitive τιμιότατου (timiótatou) τιμιότατης (timiótatis) τιμιότατου (timiótatou) τιμιότατων (timiótaton) τιμιότατων (timiótaton) τιμιότατων (timiótaton)
accusative τιμιότατο (timiótato) τιμιότατη (timiótati) τιμιότατο (timiótato) τιμιότατους (timiótatous) τιμιότατες (timiótates) τιμιότατα (timiótata)
vocative τιμιότατε (timiótate) τιμιότατη (timiótati) τιμιότατο (timiótato) τιμιότατοι (timiótatoi) τιμιότατες (timiótates) τιμιότατα (timiótata)