|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
ταριχεύω
|
ταριχεύσω, ταριχέψω
|
ταριχεύομαι
|
ταριχευτώ, ταριχευθώ
|
2 sg
|
ταριχεύεις
|
ταριχεύσεις, ταριχέψεις
|
ταριχεύεσαι
|
ταριχευτείς, ταριχευθείς
|
3 sg
|
ταριχεύει
|
ταριχεύσει, ταριχέψει
|
ταριχεύεται
|
ταριχευτεί, ταριχευθεί
|
|
1 pl
|
ταριχεύουμε, [‑ομε]
|
ταριχεύσουμε, [‑ομε], ταριχέψουμε, [‑ομε]
|
ταριχευόμαστε
|
ταριχευτούμε, ταριχευθούμε
|
2 pl
|
ταριχεύετε
|
ταριχεύσετε, ταριχέψετε
|
ταριχεύεστε, ταριχευόσαστε
|
ταριχευτείτε, ταριχευθείτε
|
3 pl
|
ταριχεύουν(ε)
|
ταριχεύσουν(ε), ταριχέψουν(ε)
|
ταριχεύονται
|
ταριχευτούν(ε), ταριχευθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
ταρίχευα
|
ταρίχευσα, ταρίχεψα
|
ταριχευόμουν(α)
|
ταριχεύτηκα, ταριχεύθηκα
|
2 sg
|
ταρίχευες
|
ταρίχευσες, ταρίχεψες
|
ταριχευόσουν(α)
|
ταριχεύτηκες, ταριχεύθηκες
|
3 sg
|
ταρίχευε
|
ταρίχευσε, ταρίχεψε
|
ταριχευόταν(ε)
|
ταριχεύτηκε, ταριχεύθηκε
|
|
1 pl
|
ταριχεύαμε
|
ταριχεύσαμε, ταριχέψαμε
|
ταριχευόμασταν, (‑όμαστε)
|
ταριχευτήκαμε, ταριχευθήκαμε
|
2 pl
|
ταριχεύατε
|
ταριχεύσατε, ταριχέψατε
|
ταριχευόσασταν, (‑όσαστε)
|
ταριχευτήκατε, ταριχευθήκατε
|
3 pl
|
ταρίχευαν, ταριχεύαν(ε)
|
ταρίχευσαν, ταριχεύσαν(ε), ταρίχεψαν
|
ταριχεύονταν, (ταριχευόντουσαν)
|
ταριχεύτηκαν, ταριχευτήκαν(ε), ταριχεύθηκαν, ταριχευθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα ταριχεύω ➤
|
θα ταριχεύσω / ταριχέψω ➤
|
θα ταριχεύομαι ➤
|
θα ταριχευτώ / ταριχευθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα ταριχεύεις, …
|
θα ταριχεύσεις / ταριχέψεις, …
|
θα ταριχεύεσαι, …
|
θα ταριχευτείς / ταριχευθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … ταριχεύσει / ταριχέψει έχω, έχεις, … ταριχευμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … ταριχευτεί / ταριχευθεί είμαι, είσαι, … ταριχευμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … ταριχεύσει / ταριχέψει είχα, είχες, … ταριχευμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … ταριχευτεί / ταριχευθεί ήμουν, ήσουν, … ταριχευμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … ταριχεύσει / ταριχέψει θα έχω, θα έχεις, … ταριχευμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … ταριχευτεί / ταριχευθεί θα είμαι, θα είσαι, … ταριχευμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
ταρίχευε
|
ταρίχευσε, ταρίχεψε / ταρίχευ' 1
|
—
|
ταριχεύσου, ταριχέψου
|
2 pl
|
ταριχεύετε
|
ταριχεύστε, ταριχέψτε / ταριχεύτε2
|
ταριχεύεστε
|
ταριχευτείτε, ταριχευθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
ταριχεύοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας ταριχεύσει / ταριχέψει ➤
|
ταριχευμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
ταριχεύσει, ταριχέψει
|
ταριχευτεί, ταριχευθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
1. Colloquial apocopic perfective imperative + accusative of article & noun or weak pronouns e.g. ταρίχευ' τον ("embalm him!"). 2. Colloquial. • Forms with -ευσ-, -ευθ- are formal. • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|