υπερβολικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word υπερβολικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word υπερβολικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say υπερβολικός in singular and plural. Everything you need to know about the word υπερβολικός you have here. The definition of the word υπερβολικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofυπερβολικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

υπερβολικός (ypervolikósm (feminine υπερβολική, neuter υπερβολικό)

  1. excessive, exorbitant, exaggerated, rampant
  2. (mathematics) hyperbolic

Declension

Declension of υπερβολικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative υπερβολικός (ypervolikós) υπερβολική (ypervolikí) υπερβολικό (ypervolikó) υπερβολικοί (ypervolikoí) υπερβολικές (ypervolikés) υπερβολικά (ypervoliká)
genitive υπερβολικού (ypervolikoú) υπερβολικής (ypervolikís) υπερβολικού (ypervolikoú) υπερβολικών (ypervolikón) υπερβολικών (ypervolikón) υπερβολικών (ypervolikón)
accusative υπερβολικό (ypervolikó) υπερβολική (ypervolikí) υπερβολικό (ypervolikó) υπερβολικούς (ypervolikoús) υπερβολικές (ypervolikés) υπερβολικά (ypervoliká)
vocative υπερβολικέ (ypervoliké) υπερβολική (ypervolikí) υπερβολικό (ypervolikó) υπερβολικοί (ypervolikoí) υπερβολικές (ypervolikés) υπερβολικά (ypervoliká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υπερβολικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υπερβολικός, etc.)