υπερβολικός • (ypervolikós) m (feminine υπερβολική, neuter υπερβολικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | υπερβολικός (ypervolikós) | υπερβολική (ypervolikí) | υπερβολικό (ypervolikó) | υπερβολικοί (ypervolikoí) | υπερβολικές (ypervolikés) | υπερβολικά (ypervoliká) | |
genitive | υπερβολικού (ypervolikoú) | υπερβολικής (ypervolikís) | υπερβολικού (ypervolikoú) | υπερβολικών (ypervolikón) | υπερβολικών (ypervolikón) | υπερβολικών (ypervolikón) | |
accusative | υπερβολικό (ypervolikó) | υπερβολική (ypervolikí) | υπερβολικό (ypervolikó) | υπερβολικούς (ypervolikoús) | υπερβολικές (ypervolikés) | υπερβολικά (ypervoliká) | |
vocative | υπερβολικέ (ypervoliké) | υπερβολική (ypervolikí) | υπερβολικό (ypervolikó) | υπερβολικοί (ypervolikoí) | υπερβολικές (ypervolikés) | υπερβολικά (ypervoliká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υπερβολικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υπερβολικός, etc.)