From υπομονή (ypomoní, “patience”).
υπομονετικός • (ypomonetikós) m (feminine υπομονετική, neuter υπομονετικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | υπομονετικός (ypomonetikós) | υπομονετική (ypomonetikí) | υπομονετικό (ypomonetikó) | υπομονετικοί (ypomonetikoí) | υπομονετικές (ypomonetikés) | υπομονετικά (ypomonetiká) | |
genitive | υπομονετικού (ypomonetikoú) | υπομονετικής (ypomonetikís) | υπομονετικού (ypomonetikoú) | υπομονετικών (ypomonetikón) | υπομονετικών (ypomonetikón) | υπομονετικών (ypomonetikón) | |
accusative | υπομονετικό (ypomonetikó) | υπομονετική (ypomonetikí) | υπομονετικό (ypomonetikó) | υπομονετικούς (ypomonetikoús) | υπομονετικές (ypomonetikés) | υπομονετικά (ypomonetiká) | |
vocative | υπομονετικέ (ypomonetiké) | υπομονετική (ypomonetikí) | υπομονετικό (ypomonetikó) | υπομονετικοί (ypomonetikoí) | υπομονετικές (ypomonetikés) | υπομονετικά (ypomonetiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υπομονετικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υπομονετικός, etc.)