ωμός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ωμός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ωμός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ωμός in singular and plural. Everything you need to know about the word ωμός you have here. The definition of the word ωμός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofωμός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
See also: ώμος, ὠμός, and ὦμος

Greek

Etymology

Inherited from Ancient Greek ὠμός (ōmós).

Pronunciation

Adjective

ωμός (omósm (feminine ωμή, neuter ωμό)

  1. raw, uncooked
    λεπτές στρώσεις ωμού μοσχαρίσιου κρέατος
    leptés stróseis omoú moscharísiou kréatos
    thin layer of raw beef
  2. crude
  3. brutal

Declension

Declension of ωμός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ωμός (omós) ωμή (omí) ωμό (omó) ωμοί (omoí) ωμές (omés) ωμά (omá)
genitive ωμού (omoú) ωμής (omís) ωμού (omoú) ωμών (omón) ωμών (omón) ωμών (omón)
accusative ωμό (omó) ωμή (omí) ωμό (omó) ωμούς (omoús) ωμές (omés) ωμά (omá)
vocative ωμέ (omé) ωμή (omí) ωμό (omó) ωμοί (omoí) ωμές (omés) ωμά (omá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ωμός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ωμός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ωμότερος (omóteros) ωμότερη (omóteri) ωμότερο (omótero) ωμότεροι (omóteroi) ωμότερες (omóteres) ωμότερα (omótera)
genitive ωμότερου (omóterou) ωμότερης (omóteris) ωμότερου (omóterou) ωμότερων (omóteron) ωμότερων (omóteron) ωμότερων (omóteron)
accusative ωμότερο (omótero) ωμότερη (omóteri) ωμότερο (omótero) ωμότερους (omóterous) ωμότερες (omóteres) ωμότερα (omótera)
vocative ωμότερε (omótere) ωμότερη (omóteri) ωμότερο (omótero) ωμότεροι (omóteroi) ωμότερες (omóteres) ωμότερα (omótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ωμότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ωμότατος (omótatos) ωμότατη (omótati) ωμότατο (omótato) ωμότατοι (omótatoi) ωμότατες (omótates) ωμότατα (omótata)
genitive ωμότατου (omótatou) ωμότατης (omótatis) ωμότατου (omótatou) ωμότατων (omótaton) ωμότατων (omótaton) ωμότατων (omótaton)
accusative ωμότατο (omótato) ωμότατη (omótati) ωμότατο (omótato) ωμότατους (omótatous) ωμότατες (omótates) ωμότατα (omótata)
vocative ωμότατε (omótate) ωμότατη (omótati) ωμότατο (omótato) ωμότατοι (omótatoi) ωμότατες (omótates) ωμότατα (omótata)

Further reading