όξινος • (óxinos) m (feminine όξινη, neuter όξινο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | όξινος • | όξινη • | όξινο • | όξινοι • | όξινες • | όξινα • |
genitive | όξινου • | όξινης • | όξινου • | όξινων • | όξινων • | όξινων • |
accusative | όξινο • | όξινη • | όξινο • | όξινους • | όξινες • | όξινα • |
vocative | όξινε • | όξινη • | όξινο • | όξινοι • | όξινες • | όξινα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο όξινος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο όξινος, etc.) |