ξινός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ξινός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ξινός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ξινός in singular and plural. Everything you need to know about the word ξινός you have here. The definition of the word ξινός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofξινός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

From Byzantine Greek ξινός (xinós), from Hellenistic Koine Greek ὄξινος (óxinos), from ὄξος (óxos).

Adjective

ξινός (xinósm (feminine ξινή, neuter ξινό)

  1. sour, tart
  2. acid, bitter

Declension

Declension of ξινός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ξινός (xinós) ξινή (xiní) ξινό (xinó) ξινοί (xinoí) ξινές (xinés) ξινά (xiná)
genitive ξινού (xinoú) ξινής (xinís) ξινού (xinoú) ξινών (xinón) ξινών (xinón) ξινών (xinón)
accusative ξινό (xinó) ξινή (xiní) ξινό (xinó) ξινούς (xinoús) ξινές (xinés) ξινά (xiná)
vocative ξινέ (xiné) ξινή (xiní) ξινό (xinó) ξινοί (xinoí) ξινές (xinés) ξινά (xiná)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ξινός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ξινός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ξινότερος (xinóteros) ξινότερη (xinóteri) ξινότερο (xinótero) ξινότεροι (xinóteroi) ξινότερες (xinóteres) ξινότερα (xinótera)
genitive ξινότερου (xinóterou) ξινότερης (xinóteris) ξινότερου (xinóterou) ξινότερων (xinóteron) ξινότερων (xinóteron) ξινότερων (xinóteron)
accusative ξινότερο (xinótero) ξινότερη (xinóteri) ξινότερο (xinótero) ξινότερους (xinóterous) ξινότερες (xinóteres) ξινότερα (xinótera)
vocative ξινότερε (xinótere) ξινότερη (xinóteri) ξινότερο (xinótero) ξινότεροι (xinóteroi) ξινότερες (xinóteres) ξινότερα (xinótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ξινότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ξινότατος (xinótatos) ξινότατη (xinótati) ξινότατο (xinótato) ξινότατοι (xinótatoi) ξινότατες (xinótates) ξινότατα (xinótata)
genitive ξινότατου (xinótatou) ξινότατης (xinótatis) ξινότατου (xinótatou) ξινότατων (xinótaton) ξινότατων (xinótaton) ξινότατων (xinótaton)
accusative ξινότατο (xinótato) ξινότατη (xinótati) ξινότατο (xinótato) ξινότατους (xinótatous) ξινότατες (xinótates) ξινότατα (xinótata)
vocative ξινότατε (xinótate) ξινότατη (xinótati) ξινότατο (xinótato) ξινότατοι (xinótatoi) ξινότατες (xinótates) ξινότατα (xinótata)

See also