Cas | Singulier | Pluriel | ||
---|---|---|---|---|
Nominatif | η | συναγωγή | οι | συναγωγές |
Génitif | της | συναγωγής | των | συναγωγών |
Accusatif | τη(ν) | συναγωγή | τις | συναγωγές |
Vocatif | συναγωγή | συναγωγές |
συναγωγή (sinagoyí) \si.na.ɣoˈʝi\ féminin
Cas | Singulier | Pluriel | Duel | |||
---|---|---|---|---|---|---|
Nominatif | ἡ | συναγωγή | αἱ | συναγωγαί | τὼ | συναγωγά |
Vocatif | συναγωγή | συναγωγαί | συναγωγά | |||
Accusatif | τὴν | συναγωγήν | τὰς | συναγωγάς | τὼ | συναγωγά |
Génitif | τῆς | συναγωγῆς | τῶν | συναγωγῶν | τοῖν | συναγωγαῖν |
Datif | τῇ | συναγωγῇ | ταῖς | συναγωγαῖς | τοῖν | συναγωγαῖν |
συναγωγή, synagōgḗ féminin
συναγωγή ἀνδρὸς καὶ γυναικός
καὶ τῆς ἀρχαίας φύσεως συναγωγεὺς καὶ ἐπιχειρῶν ποιῆσαι.— (Platon, Le Banquet, 191d)
συναγωγή τῶν συνέδρων
συναγωγή τοῦ σίτου