άπλυτες • (áplytes) nominative/accusative/vocative feminine plural of άπλυτος (áplytos)...
άπλυτους (áplytous) άπλυτες (áplytes) άπλυτα (áplyta) vocative άπλυτε (áplyte) άπλυτη (áplyti) άπλυτο (áplyto) άπλυτοι (áplytoi) άπλυτες (áplytes) άπλυτα...