άσχημος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word άσχημος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word άσχημος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say άσχημος in singular and plural. Everything you need to know about the word άσχημος you have here. The definition of the word άσχημος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofάσχημος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Alternative forms

Etymology

From Ancient Greek ἄσχημος (áskhēmos), from Ancient Greek ἀσχήμων (askhḗmōn). By surface analysis, α- (a-) +‎ σχήμα (schíma) +‎ -ος (-os), compositionally equivalent to English unshapely.

Pronunciation

  • IPA(key): /ˈa.sçi.mos/
  • Hyphenation: ά‧σχη‧μος

Adjective

άσχημος (áschimosm (feminine άσχημη, neuter άσχημο)

  1. ugly
    μια άσχημη εικόναmia áschimi eikónaa bad image
  2. bad
    άσχημος καιρόςáschimos kairósbad weather
  3. nasty
    ένα άσχημο ατύχημαéna áschimo atýchimaa nasty accident
  4. unseemly

Declension

Declension of άσχημος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άσχημος (áschimos) άσχημη (áschimi) άσχημο (áschimo) άσχημοι (áschimoi) άσχημες (áschimes) άσχημα (áschima)
genitive άσχημου (áschimou) άσχημης (áschimis) άσχημου (áschimou) άσχημων (áschimon) άσχημων (áschimon) άσχημων (áschimon)
accusative άσχημο (áschimo) άσχημη (áschimi) άσχημο (áschimo) άσχημους (áschimous) άσχημες (áschimes) άσχημα (áschima)
vocative άσχημε (áschime) άσχημη (áschimi) άσχημο (áschimo) άσχημοι (áschimoi) άσχημες (áschimes) άσχημα (áschima)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άσχημος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άσχημος, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ασχημότερος (aschimóteros) ασχημότερη (aschimóteri) ασχημότερο (aschimótero) ασχημότεροι (aschimóteroi) ασχημότερες (aschimóteres) ασχημότερα (aschimótera)
genitive ασχημότερου (aschimóterou) ασχημότερης (aschimóteris) ασχημότερου (aschimóterou) ασχημότερων (aschimóteron) ασχημότερων (aschimóteron) ασχημότερων (aschimóteron)
accusative ασχημότερο (aschimótero) ασχημότερη (aschimóteri) ασχημότερο (aschimótero) ασχημότερους (aschimóterous) ασχημότερες (aschimóteres) ασχημότερα (aschimótera)
vocative ασχημότερε (aschimótere) ασχημότερη (aschimóteri) ασχημότερο (aschimótero) ασχημότεροι (aschimóteroi) ασχημότερες (aschimóteres) ασχημότερα (aschimótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ασχημότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ασχημότατος (aschimótatos) ασχημότατη (aschimótati) ασχημότατο (aschimótato) ασχημότατοι (aschimótatoi) ασχημότατες (aschimótates) ασχημότατα (aschimótata)
genitive ασχημότατου (aschimótatou) ασχημότατης (aschimótatis) ασχημότατου (aschimótatou) ασχημότατων (aschimótaton) ασχημότατων (aschimótaton) ασχημότατων (aschimótaton)
accusative ασχημότατο (aschimótato) ασχημότατη (aschimótati) ασχημότατο (aschimótato) ασχημότατους (aschimótatous) ασχημότατες (aschimótates) ασχημότατα (aschimótata)
vocative ασχημότατε (aschimótate) ασχημότατη (aschimótati) ασχημότατο (aschimótato) ασχημότατοι (aschimótatoi) ασχημότατες (aschimótates) ασχημότατα (aschimótata)