Inherited from Ancient Greek ἄχρηστος (ákhrēstos). By surface analysis, ά- (privative a-) + χρηστός (christós, “ethical, ancient sense: good”).
άχρηστος • (áchristos) m (feminine άχρηστη, neuter άχρηστο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | άχρηστος (áchristos) | άχρηστη (áchristi) | άχρηστο (áchristo) | άχρηστοι (áchristoi) | άχρηστες (áchristes) | άχρηστα (áchrista) | |
genitive | άχρηστου (áchristou) | άχρηστης (áchristis) | άχρηστου (áchristou) | άχρηστων (áchriston) | άχρηστων (áchriston) | άχρηστων (áchriston) | |
accusative | άχρηστο (áchristo) | άχρηστη (áchristi) | άχρηστο (áchristo) | άχρηστους (áchristous) | άχρηστες (áchristes) | άχρηστα (áchrista) | |
vocative | άχρηστε (áchriste) | άχρηστη (áchristi) | άχρηστο (áchristo) | άχρηστοι (áchristoi) | άχρηστες (áchristes) | άχρηστα (áchrista) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άχρηστος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άχρηστος, etc.)