μάταιος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word μάταιος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word μάταιος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say μάταιος in singular and plural. Everything you need to know about the word μάταιος you have here. The definition of the word μάταιος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofμάταιος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Ancient Greek

Etymology

From μάτη (mátē, fault, folly) +‎ -αιος (-aios).[1]

Pronunciation

 

Adjective

μάταιος (mátaiosm (feminine μᾰταίᾱ, neuter μάταιον); first/second declension

  1. vain, futile, empty, idle
    Synonym: μέλεος (méleos)
  2. (of persons) empty, foolish, worthless
  3. rash, irreverent, profane

Inflection

Derived terms

References

  1. ^ Beekes, Robert S. P. (2010) “μάτη (> DER > 1. μάταιος)”, in Etymological Dictionary of Greek (Leiden Indo-European Etymological Dictionary Series; 10), with the assistance of Lucien van Beek, Leiden, Boston: Brill, →ISBN, pages 913-4

Further reading

Greek

Etymology

Learned borrowing from Ancient Greek μάταιος (mátaios).

Pronunciation

Adjective

μάταιος (mátaiosm (feminine μάταιη, neuter μάταιο)

  1. futile, purposeless, pointless, in vain

Declension

Declension of μάταιος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μάταιος (mátaios) μάταιη (mátaii) μάταιο (mátaio) μάταιοι (mátaioi) μάταιες (mátaies) μάταια (mátaia)
genitive μάταιου (mátaiou) μάταιης (mátaiis) μάταιου (mátaiou) μάταιων (mátaion) μάταιων (mátaion) μάταιων (mátaion)
accusative μάταιο (mátaio) μάταιη (mátaii) μάταιο (mátaio) μάταιους (mátaious) μάταιες (mátaies) μάταια (mátaia)
vocative μάταιε (mátaie) μάταιη (mátaii) μάταιο (mátaio) μάταιοι (mátaioi) μάταιες (mátaies) μάταια (mátaia)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μάταιος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μάταιος, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ματαιότερος (mataióteros) ματαιότερη (mataióteri) ματαιότερο (mataiótero) ματαιότεροι (mataióteroi) ματαιότερες (mataióteres) ματαιότερα (mataiótera)
genitive ματαιότερου (mataióterou) ματαιότερης (mataióteris) ματαιότερου (mataióterou) ματαιότερων (mataióteron) ματαιότερων (mataióteron) ματαιότερων (mataióteron)
accusative ματαιότερο (mataiótero) ματαιότερη (mataióteri) ματαιότερο (mataiótero) ματαιότερους (mataióterous) ματαιότερες (mataióteres) ματαιότερα (mataiótera)
vocative ματαιότερε (mataiótere) ματαιότερη (mataióteri) ματαιότερο (mataiótero) ματαιότεροι (mataióteroi) ματαιότερες (mataióteres) ματαιότερα (mataiótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ματαιότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ματαιότατος (mataiótatos) ματαιότατη (mataiótati) ματαιότατο (mataiótato) ματαιότατοι (mataiótatoi) ματαιότατες (mataiótates) ματαιότατα (mataiótata)
genitive ματαιότατου (mataiótatou) ματαιότατης (mataiótatis) ματαιότατου (mataiótatou) ματαιότατων (mataiótaton) ματαιότατων (mataiótaton) ματαιότατων (mataiótaton)
accusative ματαιότατο (mataiótato) ματαιότατη (mataiótati) ματαιότατο (mataiótato) ματαιότατους (mataiótatous) ματαιότατες (mataiótates) ματαιότατα (mataiótata)
vocative ματαιότατε (mataiótate) ματαιότατη (mataiótati) ματαιότατο (mataiótato) ματαιότατοι (mataiótatoi) ματαιότατες (mataiótates) ματαιότατα (mataiótata)

Compounds:

See also

Further reading