Learnedly from αερο- (aero-) + Ancient Greek στέγ(ω) (stég(ō), “to cover hermetically”) + -ής (-ís), a calque of English airtight. Formed analogously to υδατοστεγής (ydatostegís).[1]
αεροστεγής • (aerostegís) m (feminine αεροστεγής, neuter αεροστεγές)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αεροστεγής (aerostegís) | αεροστεγής (aerostegís) | αεροστεγές (aerostegés) | αεροστεγείς (aerostegeís) | αεροστεγείς (aerostegeís) | αεροστεγή (aerostegí) | |
genitive | αεροστεγούς (aerostegoús) αεροστεγή (aerostegí) |
αεροστεγούς (aerostegoús) | αεροστεγούς (aerostegoús) | αεροστεγών (aerostegón) | αεροστεγών (aerostegón) | αεροστεγών (aerostegón) | |
accusative | αεροστεγή (aerostegí) | αεροστεγή (aerostegí) | αεροστεγές (aerostegés) | αεροστεγείς (aerostegeís) | αεροστεγείς (aerostegeís) | αεροστεγή (aerostegí) | |
vocative | αεροστεγή (aerostegí) αεροστεγής (aerostegís) |
αεροστεγής (aerostegís) | αεροστεγές (aerostegés) | αεροστεγείς (aerostegeís) | αεροστεγείς (aerostegeís) | αεροστεγή (aerostegí) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αεροστεγής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αεροστεγής, etc.)