2 Results found for "αιμοπεταλίου".

αιμοπεταλίου

αιμοπεταλίου • (aimopetalíou) n genitive singular of αιμοπετάλιο (aimopetálio)...


αιμοπετάλιο

αιμοπετάλιο (aimopetálio) αιμοπετάλια (aimopetália) genitive αιμοπεταλίου (aimopetalíou) αιμοπετάλιου (aimopetáliou) αιμοπεταλίων (aimopetalíon) accusative αιμοπετάλιο...