αιμοπεταλίου • (aimopetalíou) n genitive singular of αιμοπετάλιο (aimopetálio)...
αιμοπετάλιο (aimopetálio) αιμοπετάλια (aimopetália) genitive αιμοπεταλίου (aimopetalíou) αιμοπετάλιου (aimopetáliou) αιμοπεταλίων (aimopetalíon) accusative αιμοπετάλιο...