ακατάληπτος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ακατάληπτος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ακατάληπτος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ακατάληπτος in singular and plural. Everything you need to know about the word ακατάληπτος you have here. The definition of the word ακατάληπτος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofακατάληπτος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

ακατάληπτος (akatáliptosm (feminine ακατάληπτη, neuter ακατάληπτο)

  1. incomprehensible

Declension

Declension of ακατάληπτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακατάληπτος (akatáliptos) ακατάληπτη (akatálipti) ακατάληπτο (akatálipto) ακατάληπτοι (akatáliptoi) ακατάληπτες (akatáliptes) ακατάληπτα (akatálipta)
genitive ακατάληπτου (akatáliptou) ακατάληπτης (akatáliptis) ακατάληπτου (akatáliptou) ακατάληπτων (akatálipton) ακατάληπτων (akatálipton) ακατάληπτων (akatálipton)
accusative ακατάληπτο (akatálipto) ακατάληπτη (akatálipti) ακατάληπτο (akatálipto) ακατάληπτους (akatáliptous) ακατάληπτες (akatáliptes) ακατάληπτα (akatálipta)
vocative ακατάληπτε (akatálipte) ακατάληπτη (akatálipti) ακατάληπτο (akatálipto) ακατάληπτοι (akatáliptoi) ακατάληπτες (akatáliptes) ακατάληπτα (akatálipta)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ακατάληπτος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ακατάληπτος, etc.)

Synonyms