ακαταλαβίστικος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ακαταλαβίστικος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ακαταλαβίστικος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ακαταλαβίστικος in singular and plural. Everything you need to know about the word ακαταλαβίστικος you have here. The definition of the word ακαταλαβίστικος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofακαταλαβίστικος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Pronunciation

  • IPA(key): /a.ka.ta.laˈvi.sti.kos/
  • Hyphenation: α‧κα‧τα‧λα‧βί‧στι‧κος

Adjective

ακαταλαβίστικος (akatalavístikosm (feminine ακαταλαβίστικη, neuter ακαταλαβίστικο)

  1. incomprehensible

Declension

Declension of ακαταλαβίστικος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακαταλαβίστικος (akatalavístikos) ακαταλαβίστικη (akatalavístiki) ακαταλαβίστικο (akatalavístiko) ακαταλαβίστικοι (akatalavístikoi) ακαταλαβίστικες (akatalavístikes) ακαταλαβίστικα (akatalavístika)
genitive ακαταλαβίστικου (akatalavístikou) ακαταλαβίστικης (akatalavístikis) ακαταλαβίστικου (akatalavístikou) ακαταλαβίστικων (akatalavístikon) ακαταλαβίστικων (akatalavístikon) ακαταλαβίστικων (akatalavístikon)
accusative ακαταλαβίστικο (akatalavístiko) ακαταλαβίστικη (akatalavístiki) ακαταλαβίστικο (akatalavístiko) ακαταλαβίστικους (akatalavístikous) ακαταλαβίστικες (akatalavístikes) ακαταλαβίστικα (akatalavístika)
vocative ακαταλαβίστικε (akatalavístike) ακαταλαβίστικη (akatalavístiki) ακαταλαβίστικο (akatalavístiko) ακαταλαβίστικοι (akatalavístikoi) ακαταλαβίστικες (akatalavístikes) ακαταλαβίστικα (akatalavístika)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ακαταλαβίστικος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ακαταλαβίστικος, etc.)

Synonyms