ακαταλαβίστικος • (akatalavístikos) m (feminine ακαταλαβίστικη, neuter ακαταλαβίστικο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ακαταλαβίστικος (akatalavístikos) | ακαταλαβίστικη (akatalavístiki) | ακαταλαβίστικο (akatalavístiko) | ακαταλαβίστικοι (akatalavístikoi) | ακαταλαβίστικες (akatalavístikes) | ακαταλαβίστικα (akatalavístika) | |
genitive | ακαταλαβίστικου (akatalavístikou) | ακαταλαβίστικης (akatalavístikis) | ακαταλαβίστικου (akatalavístikou) | ακαταλαβίστικων (akatalavístikon) | ακαταλαβίστικων (akatalavístikon) | ακαταλαβίστικων (akatalavístikon) | |
accusative | ακαταλαβίστικο (akatalavístiko) | ακαταλαβίστικη (akatalavístiki) | ακαταλαβίστικο (akatalavístiko) | ακαταλαβίστικους (akatalavístikous) | ακαταλαβίστικες (akatalavístikes) | ακαταλαβίστικα (akatalavístika) | |
vocative | ακαταλαβίστικε (akatalavístike) | ακαταλαβίστικη (akatalavístiki) | ακαταλαβίστικο (akatalavístiko) | ακαταλαβίστικοι (akatalavístikoi) | ακαταλαβίστικες (akatalavístikes) | ακαταλαβίστικα (akatalavístika) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ακαταλαβίστικος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ακαταλαβίστικος, etc.)