2 Results found for "αλκοολισμό".

αλκοολισμό

αλκοολισμό • (alkoolismó) m accusative singular of αλκοολισμός (alkoolismós)...


αλκοολισμός

singular nominative αλκοολισμός (alkoolismós) genitive αλκοολισμού (alkoolismoú) accusative αλκοολισμό (alkoolismó) vocative αλκοολισμέ (alkoolismé)...