From αν- (an-, α- privative) + αποφεύγω (apofévgo) + -τος (-tos). See άφευκτος (áfefktos).
αναπόφευκτος • (anapófefktos) m (feminine αναπόφευκτη, neuter αναπόφευκτο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναπόφευκτος • | αναπόφευκτη • | αναπόφευκτο • | αναπόφευκτοι • | αναπόφευκτες • | αναπόφευκτα • |
genitive | αναπόφευκτου • | αναπόφευκτης • | αναπόφευκτου • | αναπόφευκτων • | αναπόφευκτων • | αναπόφευκτων • |
accusative | αναπόφευκτο • | αναπόφευκτη • | αναπόφευκτο • | αναπόφευκτους • | αναπόφευκτες • | αναπόφευκτα • |
vocative | αναπόφευκτε • | αναπόφευκτη • | αναπόφευκτο • | αναπόφευκτοι • | αναπόφευκτες • | αναπόφευκτα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αναπόφευκτος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αναπόφευκτος, etc.) |