ανατρεπτικός • (anatreptikós) m (feminine ανατρεπτική, neuter ανατρεπτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανατρεπτικός (anatreptikós) | ανατρεπτική (anatreptikí) | ανατρεπτικό (anatreptikó) | ανατρεπτικοί (anatreptikoí) | ανατρεπτικές (anatreptikés) | ανατρεπτικά (anatreptiká) | |
genitive | ανατρεπτικού (anatreptikoú) | ανατρεπτικής (anatreptikís) | ανατρεπτικού (anatreptikoú) | ανατρεπτικών (anatreptikón) | ανατρεπτικών (anatreptikón) | ανατρεπτικών (anatreptikón) | |
accusative | ανατρεπτικό (anatreptikó) | ανατρεπτική (anatreptikí) | ανατρεπτικό (anatreptikó) | ανατρεπτικούς (anatreptikoús) | ανατρεπτικές (anatreptikés) | ανατρεπτικά (anatreptiká) | |
vocative | ανατρεπτικέ (anatreptiké) | ανατρεπτική (anatreptikí) | ανατρεπτικό (anatreptikó) | ανατρεπτικοί (anatreptikoí) | ανατρεπτικές (anatreptikés) | ανατρεπτικά (anatreptiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανατρεπτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανατρεπτικός, etc.)