αντικαθεστωτικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αντικαθεστωτικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αντικαθεστωτικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αντικαθεστωτικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αντικαθεστωτικός you have here. The definition of the word αντικαθεστωτικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαντικαθεστωτικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αντικαθεστωτικός (antikathestotikósm (feminine αντικαθεστωτική, neuter αντικαθεστωτικό)

  1. subversive, revolutionary, seditious, dissident
    Synonyms: ανατρεπτικός (anatreptikós), υπονομευτικός (yponomeftikós)

Declension

Declension of αντικαθεστωτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντικαθεστωτικός (antikathestotikós) αντικαθεστωτική (antikathestotikí) αντικαθεστωτικό (antikathestotikó) αντικαθεστωτικοί (antikathestotikoí) αντικαθεστωτικές (antikathestotikés) αντικαθεστωτικά (antikathestotiká)
genitive αντικαθεστωτικού (antikathestotikoú) αντικαθεστωτικής (antikathestotikís) αντικαθεστωτικού (antikathestotikoú) αντικαθεστωτικών (antikathestotikón) αντικαθεστωτικών (antikathestotikón) αντικαθεστωτικών (antikathestotikón)
accusative αντικαθεστωτικό (antikathestotikó) αντικαθεστωτική (antikathestotikí) αντικαθεστωτικό (antikathestotikó) αντικαθεστωτικούς (antikathestotikoús) αντικαθεστωτικές (antikathestotikés) αντικαθεστωτικά (antikathestotiká)
vocative αντικαθεστωτικέ (antikathestotiké) αντικαθεστωτική (antikathestotikí) αντικαθεστωτικό (antikathestotikó) αντικαθεστωτικοί (antikathestotikoí) αντικαθεστωτικές (antikathestotikés) αντικαθεστωτικά (antikathestotiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντικαθεστωτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντικαθεστωτικός, etc.)

Noun

αντικαθεστωτικός (antikathestotikósm (plural αντικαθεστωτικοί, feminine αντικαθεστωτική)

  1. subversive (person)

Declension

Declension of αντικαθεστωτικός
singular plural
nominative αντικαθεστωτικός (antikathestotikós) αντικαθεστωτικοί (antikathestotikoí)
genitive αντικαθεστωτικού (antikathestotikoú) αντικαθεστωτικών (antikathestotikón)
accusative αντικαθεστωτικό (antikathestotikó) αντικαθεστωτικούς (antikathestotikoús)
vocative αντικαθεστωτικέ (antikathestotiké) αντικαθεστωτικοί (antikathestotikoí)