ανθίσματος • (anthísmatos) n genitive singular of άνθισμα (ánthisma)...
plural nominative άνθισμα (ánthisma) ανθίσματα (anthísmata) genitive ανθίσματος (anthísmatos) ανθισμάτων (anthismáton) accusative άνθισμα (ánthisma) ανθίσματα...