2 Results found for "ανοσιουργήματος".

ανοσιουργήματος

ανοσιουργήματος • (anosiourgímatos) n genitive singular of ανοσιούργημα (anosioúrgima)...


ανοσιούργημα

ανοσιούργημα (anosioúrgima) ανοσιουργήματα (anosiourgímata) genitive ανοσιουργήματος (anosiourgímatos) ανοσιουργημάτων (anosiourgimáton) accusative ανοσιούργημα...