ανταριάζομαι • (antariázomai) passive (past ανταριάστηκα, ppp ανταριασμένος, active ανταριάζω) passive of ανταριάζω (antariázo) see this verb's full conjugation...
ανταριάστηκα • (antariástika) first-person singular simple past of ανταριάζομαι (antariázomai)...
ανταριάζω • (antariázo) (past αντάριασα, passive ανταριάζομαι, ppp ανταριασμένος) to become misty, get enveloped in mist to become upset, make a fuss This...
Perfect participle of ανταριάζομαι (antariázomai), passive voice of ανταριάζω (antariázo). IPA(key): /an.daɾ.ʝaˈzme.nos/ Hyphenation: α‧ντα‧ρια‧σμέ‧νος...